καταλεπτώς

καταλεπτώς
[καταλεπτός)
επίρρ. λεπτομερώς, με ακρίβεια («τού τά είπε καταλεπτώς»).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • καταλεπτώς — επίρρ. τροπ., με κάθε λεπτομέρεια: Μας τα διηγήθηκε καταλεπτώς …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • διαπορεύομαι — (Α διαπορεύομαι) 1. βαδίζω κάπου περνώντας μέσα από κάποιον τόπο 2. μτφ. περνώ τη ζωή μου, διανύω, διαβιώ 3. εκτελώ 4. αφηγούμαι με λεπτομέρεια, διηγούμαι καταλεπτώς …   Dictionary of Greek

  • ευπορώ — έω (ΑΜ εὐπορῶ) [εύπορος] είμαι εύπορος, έχω αρκετούς πόρους, έχω οικονομική άνεση μσν. αρχ. 1. έχω τη δυνατότητα, είμαι ικανός να... (α. «οὐκ εὐπορῶ καταλεπτῶς γράφειν σοι» β. «εὐπορῶ ὅ, τι λέγω» έχω πάρα πολλά να πω γ. «τοῡτο εὐπορῶ» έχω έτοιμη… …   Dictionary of Greek

  • καταλεπτά — επίρρ. βλ. καταλεπτώς …   Dictionary of Greek

  • καταληπτώς — καταληπτῶς (Μ) επίρρ. καταλεπτώς* …   Dictionary of Greek

  • λέξη — η (AM λέξις) 1. το μικρότερο στοιχείο τού προφορικού ή γραπτού λόγου με το οποίο εκφράζεται μια έννοια ή μια σχέση και το οποίο είναι φθόγγος ή αυτοτελές σύνολο φθόγγων (α. «άκλιτη λέξη» β. «μονοσύλλαβη λέξη» γ. «ἡ γὰρ λέξις αὕτη τοῡτο σημαίνει… …   Dictionary of Greek

  • λεπτομερής — ές (AM λεπτομερής, ές) αυτός που εξετάζεται ή γίνεται με κάθε ακρίβεια και λεπτομέρεια, λεπτολογικός, λεπτομερειακός («λεπτομερής εξέταση τών πραγμάτων») μσν. αρχ. αυτός που αποτελείται από μικρά μέρη, από μόρια αρχ. (για πρόσ.) κομψός, φιλόκαλος …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”